εύνις

εύνις
(I)
εὖνις, -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. εύνιος. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν u- ή va-, όπως αρχ. ινδ. ūna «ανεπαρκής», αβεστ. ŭna «ανεπαρκής», αρμ. unayn «κενός», λατ. vanus «κενός, μάταιος», γοτθ. wans «ελλείπων»].
————————
(II)
εὖνις, -ιδος ἡ (Α) [ευνή]
1. ευνέτις*, συγκοιμωμένη, σύζυγος («ξὺν Ἡρακλεῑ τὸ πρῶτον εὖνις ἑσπόμην», Σοφ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) ο εύνις
ο σύζυγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὖνις — 1 reft of nom sg εὖνις 1 reft of masc/fem nom sg εὖνις 2 bedfellow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδα — εὖνις 1 reft of neut nom/voc/acc pl εὖνις 1 reft of masc/fem acc sg εὔ̱νιδα , εὖνις 2 bedfellow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδος — εὖνις 1 reft of gen sg εὖνις 1 reft of masc/fem gen sg εὔ̱νιδος , εὖνις 2 bedfellow fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνισιν — εὖνις 1 reft of dat pl εὖνις 1 reft of masc/fem dat pl εὔ̱νισιν , εὖνις 2 bedfellow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖνι — εὖνις 1 reft of voc sg εὖνις 1 reft of masc/fem voc sg εὖνις 2 bedfellow fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδας — εὖνις 1 reft of masc/fem acc pl εὔ̱νιδας , εὖνις 2 bedfellow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδες — εὖνις 1 reft of masc/fem nom/voc pl εὔ̱νιδες , εὖνις 2 bedfellow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖνιν — εὖνις 1 reft of masc/fem acc sg εὖνις 2 bedfellow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • ούνιος — οὔνιος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”